πρασινόλιθος

πρασινόλιθος
ο, Ν
(πετρογρ.)
1. λεπτοκοκκώδης διορίτης χρώματος ανοικτού πράσινου
2. στον πληθ. οι πρασινόλιθοι
μεταμορφωμένα σχιστολιθικά πετρώματα, παρόμοια με τους πρασινίτες, από τους οποίους διαφέρουν στο ότι περιέχουν ελάχιστο αλβίτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”